αβγωμένος

αβγωμένος
-η, -ο [αβγώνω]
ο γεμάτος αβγά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβγώνω — [αβγό] 1. αβγοκόβω 2. (αμετάβατο) (για κότες, ψάρια) είμαι γεμάτος αβγά 3. αρχίζω να γίνομαι πλούσιος 4. παχαίνω 5. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αβγωμένος πλούσιος, παχύς …   Dictionary of Greek

  • αβγώνω — άβγωσα, αβγωμένος (κυρίως για ψάρια), είμαι γεμάτος αβγά: Την άνοιξη τα ψάρια αβγώνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”